Η πλεονεκτική στρατηγική θέση της περιοχής καθόρισε και τη χρήση της ως στρατοπέδου. Οι Τούρκοι πρώτοι έκτισαν στρατώνα και οχυρό τείχος. Την περίοδο 1915‐1918 κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, στο προϋπάρχον στρατόπεδο εγκαταστάθηκαν οι συμμαχικές δυνάμεις. Επίσης σημαντικό είναι το γεγονός ότι από το 1915 είχε συνταχθεί ένα διάγραμμα αποτύπωσης του χώρου από τη Γ’ Διεύθυνση Μηχανικού, το οποίο εμφανίζει το στρατόπεδο και τα όρια των ιδιοκτησιών με τα ονοματεπώνυμα των ιδιοκτητών. Την περίοδο αυτή στην περιοχή είχαν εγκατασταθεί μονάδες του ιππικού, στις οποίες ανήκουν τα κτίσματα των στάβλων, μια αντιαεροπορική πυροβολαρχία, για τις εγκαταστάσεις τις οποίας πραγματοποιήθηκαν επιχώσεις που αλλοίωσαν το ύψος της περιοχής. (Λεφάκη‐Ζωίδη, Ζωίδης, Lehmann, Μανωλίδης, Ξενοδοχίου, & Ουδατζή, 1996) (Γκανίδης, 2005)
Με την πάροδο των ετών, οι στρατώνες σταδιακά μετατράπηκαν σε χώρους περίθαλψης, προστέθηκαν σκηνές και παραπήγματα, χαράχτηκαν δρόμοι, δημιουργήθηκαν κήποι και κατασκευάστηκαν αγωγοί και κανάλια. Με τις τελευταίες αυτές εργασίες αποκαλύφθηκαν οι πρώτοι τάφοι του αρχαίου οικισμού. Οι γάλλοι ιατροί Forestier και Caille προστάτευαν από σίγουρη εξαφάνιση τα ευρήματα που σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Η διοίκηση του τότε νοσοκομείου συνεργάστηκε με τη γαλλική αρχαιολογική υπηρεσία και ο ζωγράφος J. Lambert αποτύπωσε τα σημαντικότερα ευρεθέντα αγγεία.(Λεφάκη‐Ζωίδη, Ζωίδης, Lehmann, Μανωλίδης, Ξενοδοχίου, & Ουδατζή, 1996).
Ωστόσο, οι μεγάλες κατατμήσεις και παρεμβάσεις στον χώρο οφείλονται κυρίως στον Δήμο Καλαμαριάς, ο οποίος χρησιμοποίησε διαχρονικά τον χώρο σαν απόθεμα γης για την κάλυψη των διαφόρων αναγκών του δήμου, σύμφωνα με την κάθε συγκυρία. Ένα μέρος της έκτασης παραχωρήθηκε στον Αθλητικός Σύλλογος (Α.Σ.) Απόλλων Καλαμαριάς για την ανέγερση γηπέδου. Σταδιακά σε τρεις διαφορετικές θέσεις χωρίς καμιά λογική χωροθέτησης ανεγέρθηκαν χώροι εκπαίδευσης, το 2ο λύκειο ‐ γυμνάσιο δίπλα στον αιγιαλό και δυο δημοτικά σχολεία επί της οδού Παπάγου δίπλα στο γήπεδο Απόλλων.
Οι σταδιακές προσθήκες χρήσεων στην έκταση του στρατοπέδου συρρίκνωσαν σημαντικά την αρχική έκταση. Οι υποδομές και οι χρήσεις που έχουν χωροθετηθεί μέχρι τώρα, χωρίς σχεδιασμό, συμβάλουν στον κατακερματισμό του χώρου και δυσχεραίνουν τον ανασχεδιασμό της έκτασης. Εκτός από τις προαναφερθείσες χρήσεις και μετά την αποχώρηση του Στρατού το 1994, παραμένει ενεργό το βορειοανατολικό τμήμα του στρατοπέδου προς την οδό Σοφούλη, για τις ανάγκες του κλιμακίου του ΝΑΤΟ, το οποίο λειτουργεί μέχρι και σήμερα. (Λεφάκη‐Ζωίδη, Ζωίδης, Lehmann, Μανωλίδης, Ξενοδοχίου, & Ουδατζή, 1996) (Σαρηγιάννης & Δέννη, 2006)
Το 1996 και ενόψει της σταδιακής αποδέσμευσης του στρατοπέδου και της διαφαινόμενης απόδοσης του στο Δήμο Καλαμαριάς, το Δημοτικό Συμβούλιο με την υπ. αριθμ. 617/94 απόφασή του, προκήρυξε πανελλήνιο αρχιτεκτονικό διαγωνισμό.
Κατετέθησαν είκοσι συμμετοχές. Απονεμήθηκαν πέντε βραβεία, και εξαγοράσθηκαν τέσσερις μελέτες. Το πρώτο βραβείο απονεμήθηκε στην πρόταση των μελετητών της ομάδας Αρχιτεκτόνων που αποτελούσαν οι εξής: Γιώργος Ζωϊδης, Στυλιανή Λεφάκη‐Ζωίδη και Κυριακή Ουδατζή με συνεργάτες τους Δημήτρη Παπανίκος και Ροδόπη Τσουμπανά.
Παράλληλα, η ΙΣΤ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, ξεκίνησε δοκιμαστικές τομές σε συνεργασία με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και χρηματοδότηση του Δήμου Καλαμαριάς. Οι ανασκαφικές εργασίες συνεχίστηκαν και το 1995 με χρηματοδότηση του Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης «Θεσσαλονίκη 1997», που έφεραν στο φως έναν επιπλέον ορίζοντα κατοίκησης της πρώιμης εποχής του σιδήρου και των αρχαϊκών χρόνων. (Σαρηγιάννης & Δέννη, 2006)
Από την όλη ανασκαφική έρευνα προέκυψαν ενδείξεις για κατοίκηση από την ύστερη εποχή του χαλκού, λίγες αλλά σαφείς για να στηρίξουν την επικοινωνία με τον μυκηναϊκό κόσμο. Οι αρχαϊκοί χρόνοι και ο 5ος αιώνας π.Χ. είναι εποχή ακμής για τον αρχαίο οικισμό στο Καραμπουρνάκι, το λιμάνι του οποίου διατηρούσε εμπορικές σχέσεις και με την υπόλοιπη Ελλάδα. Ενδείξεις για κατοίκηση στους ελληνιστικούς χρόνους δεν υπάρχουν, ενώ στα ρωμαϊκά χρόνια φαίνεται να κατοικήθηκε ξανά.
Ο οικισμός στο Καραμπουρνάκι με το αρχαϊκό λιμάνι υποστηρίζεται ότι μπορεί να ταυτίζεται με την αρχαία Θέρμη ή με το λιμάνι της, την Αλία Θέρμη, αφού υπήρξε ασφαλώς ένα λιμάνι εν ευημερία την αρχαϊκή και κλασσική εποχή, που ανήκε σε έναν οικισμό με φυσική οχυρή θέση, σε μια περιοχή που βρίσκεται κοντά σε θερμές πηγές και οπωσδήποτε κοντά στην τότε χώρα της Θέρμης. (Λεφάκη‐Ζωίδη, Ζωίδης, Lehmann, Μανωλίδης, Ξενοδοχίου, & Ουδατζή, 1996) (Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, 1986)
Μετά από τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, εκπονήθηκε ένας μεγάλος αριθμός μελετών με χρηματοδότηση του Δήμου και του ΟΠΠΕ «Θεσσαλονίκη 1997». Επομένως πραγματοποιήθηκαν προκαταρκτική, προμελέτη, οριστική μελέτη και μελέτη εφαρμογής για τη χωροθέτηση χρήσεων γης στο πρώην στρατόπεδο Κόδρα. Παράλληλα συντάχθηκαν προκαταρκτική μελέτη για τη στέγαση του Ιδρύματος του Απόδημου Ελληνισμού σε δύο παλαιά κτίσματα, μελέτη Εθνικής Χαρτοθήκης, δημιουργία ανοικτού θεάτρου, μουσείο προϊστορικών αρχαιοτήτων, αξιοποίηση ανάπλαση παραλιακής περιοχής (από προέκταση οδού Αργοναυτών έως Ν.Ο.Θ.), αξιοποίηση ανάπλαση παραλιακής περιοχής ‐πλαζ Αρετσούς ανοικτό κολυμβητήριο, αξιοποίηση ανάπλαση παραλιακής περιοχής ‐ πεζόδρομος, ποδηλατόδρομος και μελέτη ανοικτού κολυμβητηρίου.
Με βάση τη μελέτη «χωροθέτησης χρήσεων γης», στα πλαίσια του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού, ο Δήμος προχώρησε στην αναθεώρηση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου, η οποία εγκρίθηκε με την 12122/2761/13.5.1999 απόφαση του ΥΠΕΧΩΔΕ.
Επομένως, για το χώρο του στρατοπέδου προβλέπεται χαρακτηρισμός «ελεύθερου χώρου‐αστικού πρασίνου» στο μεγαλύτερο τμήμα και χαρακτηρισμοί «πολιτισμού αθλητισμού και ψυχαγωγίας» σε τμήμα αυτού. Ειδικότερα διευκρινίζεται ότι πρέπει να γίνει: «Καθορισμός χώρων πρασίνου, αθλητισμού, πολιτισμού και ψυχαγωγίας στην περιοχή του στρατοπέδου Κόδρα μετά από ειδική μελέτη». Το 1999 μεμονωμένοι πολίτες και σύλλογοι της περιοχής, προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας και ζήτησαν την ακύρωση της απόφασης έγκρισης της αναθεώρησης του ΓΠΣ, ως προς το σημείο που αφορούσε την περιοχή του στρατοπέδου. Το ΣΤΕ με την 288/2003 απόφαση έκανε δεκτή την αίτηση και ακύρωσε την αναθεώρηση του ΓΠΣ. Η απόφαση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να αναστείλει κάθε δραστηριότητα του δήμου μέσα στο στρατόπεδο.
Εν τω μεταξύ με το πρόγραμμα «ΕΛΛΑΔΑ 2004» είχε αρχίσει η κατασκευή δύο ολυμπιακών έργων. Ενός ανοικτού κολυμβητηρίου και ενός υπαίθριου χώρου στάθμευσης. Και οι δύο παρεμβάσεις ήταν σύμφωνες και με τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό και με την αναθεώρηση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου. Με νέα αίτηση προς την Τριμελή Επιτροπή του Συμβουλίου της Επικρατείας οι προσφεύγοντες κάτοικοι ζήτησαν να σταματήσουν όλες οι οικοδομικές εργασίες για την κατασκευή αθλητικών και πολιτιστικών εγκαταστάσεων καθώς και για οποιαδήποτε άλλη κατασκευή που μεταβάλλει τις χρήσεις του κοινοχρήστου αυτού χώρου πρασίνου και συνεπώς είναι παράνομες. Το Συμβούλιο της Επικρατείας με απόφασή του έκανε δεκτή την κατασκευή του κολυμβητηρίου αλλά διατάσσει την αποξήλωση του υπαίθριου χώρου στάθμευσης, ο οποίος θα εξυπηρετούσε τη λειτουργία του κολυμβητηρίου. (Σαρηγιάννης & Δέννη, 2006)
(Λεφάκη‐Ζωίδη, Ζωίδης, Lehmann, Μανωλίδης, Ξενοδοχίου, & Ουδατζή, 1996)
Γενικότερα υπάρχει προβληματισμός σε σχέση με την αξιοποίηση του στρατοπέδου Κόδρα σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του Ρυθμιστικού Σχεδίου του Π.Σ.Θ. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς και η κατοχή της έκτασης του στρατοπέδου όπως διαμορφώθηκε μέχρι σήμερα είναι απόρροια των διαφορετικών σταδιακών κατατμήσεων της δημόσιας αυτής της περιουσίας προς όφελος άλλων συλλογικών φορέων δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα. Εντός του στρατοπέδου βρίσκονται 20 ιδιοκτησίες με συνολική έκταση 110 στρέμματα, από τα οποία διεκδικούνται μόνο τα 50 στρέμματα, έπειτα από την εφαρμογή της εισφοράς σε γη, του νόμου 2508/97. Οι τίτλοι ιδιοκτησιών, ως επί το πλείστον, χρονολογούνται επί τουρκοκρατίας, ενώ υπάρχουν και αρκετοί μεταγενέστεροι.
Πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα ότι ο χώρος του στρατοπέδου παραμένει αναξιοποίητος και εγκαταλελειμμένος περίπου 60 χρόνια, λόγω του γεγονότος ότι δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός μεταξύ των αρμόδιων φορέων, των ιδιωτών και των κοινωνικών ομάδων ως προς τον χαρακτήρα των επεμβάσεων στο χώρο.